- βενεδικτίνη
- Ποτό γλυκό, κίτρινου χρώματος, που παρασκευάζεται από την απόσταξη οινοπνεύματος μαζί με διάφορα χόρτα. Η ποιότητά του εξαρτάται από το είδος των χόρτων, τις συνθήκες της απόσταξης κλπ. To καλύτερο είδος προέρχεται από ορισμένα μοναστήρια της Γαλλίας, όπου οι μοναχοί το παρασκευάζουν με μυστική, έως ένα σημείο, συνταγή. Η ονομασία του, άλλωστε, οφείλεται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά παρασκευάστηκε από μοναχό της μονής των Βενεδικτίνων, κοντά στο Φεκάμ της Γαλλίας (1550). Το ποτό μετά την απόσταξη πρέπει να διατηρηθεί τουλάχιστον για ένα έως δύο χρόνια σε δοχεία προτού δοθεί στην κατανάλωση.
* * *ηεμπορική ονομασία γαλλικού ηδύποτου, κίτρινου χρώματος, που παρασκευάζεται με εμβροχή διαφόρων φυτών μέσα σε αλκοόλη, απόσταξη και προσθήκη σιροπιού.
Dictionary of Greek. 2013.